- κολοκάτσι
- το шутл, седалище, сиденье
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κολοκάτσι — το [κολοκάσι] 1. είδος λαχανικού 2. η κολοκάσια … Dictionary of Greek
κολοκασούδι — το [κολοκάσι] το κολοκάτσι* … Dictionary of Greek